- λεοντοδάμας
- λεοντο-δάμᾱς [pron. full] [δᾰ], acc. -δάμαν, ὁ,A lion-taming,
κύων Pi.Fr.74a
Schroeder ( = Luc. Pr.Im.19).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύων Pi.Fr.74a
Schroeder ( = Luc. Pr.Im.19).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντοδάμας — λεοντοδάμας, αντος, ὁ (Α) δαμαστής λιονταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω), πρβλ. ανδρο δάμας, λαο δάμας] … Dictionary of Greek
λεοντοδάμας — λεοντοδάμᾱς , λεοντοδάμας lion taming masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοδάμας — γυιοδάμας, ο (Α) αυτός που δαμάζει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + δάμας < δάμνημι «δαμάζω» (πρβλ. λεοντοδάμας, τοξοδάμας)] … Dictionary of Greek
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek